ἀνορθῶ

ἀνορθῶ
ἀνορθόω
set up again
pres subj act 1st sg
ἀνορθόω
set up again
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανορθώνω — (AM ἀνορθῶ όω) 1. ορθώνω πάλι, στήνω πάλι όρθιο, ανοικοδομώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη του κατάσταση, στην πρώτη ακμή, αποκαθιστώ αρχ. 1. κρατώ όρθιο, υποβαστάζω 2. διορθώνω, επανορθώνω …   Dictionary of Greek

  • συνανορθώ — όω, Μ [ἀνορθῶ] (σχετικά με κείμενο) βοηθώ στη διόρθωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”